- ἐριδινής
- ἐριδῑνής, έςA
, (δῖνος)
whirling, eddying swiftly,Tryph.
231 (v.l. περιδ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, (δῖνος)
whirling, eddying swiftly,Tryph.
231 (v.l. περιδ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εριδινής — ἐριδινής, ές (Α) αυτός που περιδινείται, περιστρέφεται πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + δινής (< δίνος «περιστροφή»] … Dictionary of Greek
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek